- εξασφαλίζω
- (AM ἐξασφαλίζω) [ασφαλίζω]1. καθιστώ ασφαλή, κατοχυρώνω(«ἐξασφαλισάμενος τὰ καθ' αὐτόν», Φιλόδ.)2. επιδιώκω ή κατορθώνω να προφυλάξω κάτι που μού ανήκει («εξασφαλίστηκα με υποθήκη»)3. (σε παρωχημ. χρόνο) έχω τακτοποιήσει οικονομικά το μέλλον μου («είμαι εξασφαλισμένος», «έχω εξασφαλιστεί»)μσν.- νεοελλ.προφυλάσσω από βλάβημσν.εμποδίζω («ἐξασφαλιζόμενος αὐτὸν τοῡ μὴ δῆσαι χεῑρας εἰς ἕτερον βαρβάτην», Κων. Πορφυρογ.).
Dictionary of Greek. 2013.